Κάπου μακριά στην Προποντίδα Μετά από μέρες φτάσανε
ήταν η αλησμόνητη πατρίδα. στης Ευβοίας τη Λίμνη
Εκεί παππούδες μάνες και παιδιά δυο χρόνια μείνανε εκεί
είχαν του κόσμου τα καλά . στους ξένους μέσα ξένοι.
Τα αμπέλια τους φροντίζανε Γι΄ αυτό και φύγανε ξανά
και βγάζαν το κρασί τους. ψάχνοντας καρδιάς λιμάνι .
Με τις σαντάλες ψάρευαν Χωριό καινούριο στήσανε
και γέμιζαν τους γρίππους στο ξένο Μπαλαμπάνι.
Βγήκε όμως διαταγή Φτώχια , αρρώστιες , θάνατοι
‘ολα να τα αφήσουν . γεμάτη η ζωή τους ,
Γρήγορα,όλοι βιαστικοί μα τα κατάφεραν καλά
το νησί να εγκαταλείψουν . όλοι μαζί με μια καρδιά .
Σήκωσαν τις εικόνες τους Και φτιάξανε νοικοκυριά
μαζέψανε το βιος τους . φροντίσαν τα παιδιά τους
Με ματωμένη την καρδιά μα ο νους τους πάντοτε γυρνά
Φύγανε από το Μαρμαρά στα χώματα τα πατρικά .
......Για τους προγόνους